κομιδη

κομιδη
    I.
    κομιδή
    κομῐδή
    дор. κομῐδά ἥ
    1) забота, уход
    

(τέν κομιδέν ἀποτίνειν τινί Hom.)

    κομιδῆς κεχρημένος Hom. — получающий заботливый уход

    2) питание, продовольственные запасы
    

(κατὰ νῆα Hom.)

    3) снабжение, доставка, подвоз
    

(τῶν ἐπιτηδείων περὴ τέν Πελοπόννησον Thuc.; τῶν ἐλλειπόντων Isocr.)

    4) уборка, сбор
    

(καρπῶν Xen., Arst.; σίτου Polyb.)

    5) возвращение (обратный привоз) домой или на родину
    

(Ἑλένης Her.; τῶν λειψάνων Plut.)

    6) обратное получение
    

τῆς κομιδῆς ἕνεκα Arst. — ради взыскания (долга)

    7) возвращение домой
    

(βουλῆς ἀγαθῆς δεῖ, ὅκως ἀσφαλέως ἥ κ. ἡμῖν ἔσται τὸ ὀπίσω Her.)

    8) поездка, путешествие
    

(ποιεῖσθαι κομιδήν τινα Her.)

    II.
    κομιδῇ
    κομῐδῇ
    реже κομῐδῆ adv. [dat. к κομιδή См. κομιδη]
    1) совершенно, вполне
    

κ. ἀτέχνως Plat. — без всякого размышления;

    κ. ἕτερος Plat. — совершенно другой;
    κ. μεθύειν Plat. — быть совершенно пьяным

    2) (в ответах) вот именно, совершенно верно, конечно
    

(καὴ ἀνθρώπων λέγομεν τὰ τριττὰ γένη εἶναι …; κ. γε Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "κομιδη" в других словарях:

  • κομιδῇ — κομιδή attendance fem dat sg (attic epic ionic) κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆ — κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδή — attendance fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδή — (I) κομιδή, ἡ (Α) 1. φροντίδα, μέριμνα («οὐ πρασιὴ ἄνευ κομιδῆς κατὰ κῆπον», Ομ. Οδ.) 2. τα αναγκαία («οὐ κομιδὴ κατὰ νῆα ἦεν ἐπηετανός», Ομ. Οδ.) 3. τροφή 4. μεταφορά εφοδίων 5. συγκομιδή και αποθήκευση καρπών (α. «ὁρῶντες τῶν τε ἐπιτηδείων τὴν… …   Dictionary of Greek

  • κομιδῆι — κομιδῇ , κομιδή attendance fem dat sg (attic epic ionic) κομιδῇ , κομιδῇ exactly indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδαῖς — κομιδή attendance fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδαί — κομιδή attendance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῆς — κομιδή attendance fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδῇσιν — κομιδή attendance fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομιδήν — κομιδή attendance fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εική — (Α εἰκῇ) επίρρ. νεοελλ. φρ. «εική και ως έτυχε» εντελώς στην τύχη, χωρίς φροντίδα και προσοχή αρχ. 1. χωρίς σχέδιο ή χωρίς σκοπό, τυχαία, επιπόλαια («εἰκῇ λέγεσθαι», «εἰκῇ πράττειν», «νήφων παρ εἰκῇ λέγοντας» διατηρώντας τη λογική του σκέψη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»